- οπτόμετρο(ν)
- το мед. оптометр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οπτόμετρο — το εσφ. συνώνυμος όρος για το οπτικόμετρο … Dictionary of Greek
χρωματοπτόμετρ — το, Ν ιατρ. (παλ. όρος) όργανο για τη μέτρηση τής ευαισθησίας τού ματιού στα χρώματα, για τη διαπίστωση αχρωματοψίας και δυσχρωματοψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + οπτόμετρο] … Dictionary of Greek